- πήγανα
- πήγανονrueneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικήπιον — τὸ, Α [περίκηπος] το ακραίο τμήμα κήπου όπου φύτευαν σέλινα και πήγανα, περίκηπος* … Dictionary of Greek